- καστανιέτα
- η(λ. ισπαν.), ζεύγος χειροκροτάλων, με τα οποία οι Iσπανίδες χορεύτριες κρατάνε το ρυθμό του χορού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καστανιέτα — η (και συν. στον πληθ.) οι καστανιέτες ζεύγος χειροκροτάλων με τα οποία οι χορεύτριες συνοδεύουν τον χορό ή που χρησιμοποιούνται και στις ορχήστρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. castaneta (υποκορ. τού castana) < λατ. castanea «κάστανο»] … Dictionary of Greek
ανακαράς — ο βλ. ανάκαρο (ΙΙ) και ανάκαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ξένη λ. Συνδέεται προς το αραβ. nakur «σάλπιγγα του αρχαγγέλου Σεραφείμ», το τουρκ. nakkare «είδος τύμπανου», το ιταλ. nacchera «καστανιέτα». Το α τού τ. ανακαράς δεν είναι προθετικό, αλλά… … Dictionary of Greek
χειροκρόταλο — το, Ν μουσικό κρόταλο που κρούεται με το χέρι, κν. καστανιέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κρόταλο] … Dictionary of Greek